-
1 ἀντι-λαμβάνω
ἀντι-λαμβάνω (s. λαμβάνω), dagegen nehmen, zur Vergeltung bekommen, ἔργοισι δ' ἔργα διάδοχ' ἀντιλήψεται Eur. Andr. 744; τί τινος άντιλαβεῖν, etwas für etwas nehmen, Herc. Fur. 646; dagegen, ebenfalls einnehmen, Thuc. 1, 143; gefangen nehmen, Xen. Cyr. 5, 3, 12; σύμμαχον, zum Dank für den Beistand erhalten, 8, 7, 16. – Gew. Med., τινός, sich an etwas halten, etwas ergreifen, βάϑρων, τρίβωνος, Plat. Prot. 317 d 335 d. Dah. a) sich an etwas machen, darnach streben, es eifrig betreiben, παιδείας Rep. VII, 534 d; ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀντιλαμβάνονται Thuc. 2, 8; περὶ τῆς σωτηρίας ἀντιλαβέσϑαι, sc. μάχης, 7, 70; τῶν πραγμάτων Xen. Cyr. 2, 3, 6, u. so oft Dem., die Staatsgeschäfte eifrig betreiben; s. 1, 2, vgl. 27, 26; τῶν Ἑλλήνων, sich der Griechen annehmen, Diod. Sic. 11, 13; – τῆς ϑαλάττης, sich des Meeres bemächtigen, Pol. 1, 39; ἐλπίδος 18, 22; ἀντειλῆφϑαι σωτηρίας Lys. 28, 15; τῶν μετεώρων, sich der Höhen bemächtigen, Thuc. 4, 118; ἢν ἀντιλαβώμεϑα τοῦ χωρίου 7, 77; τοῦ ἀσφαλῶς, in Sicherheit gelangen, 3, 22; festhalten etwas, Plat. Lach. 184 a, wie Xen. Equ. 10, 15, zurückhalten; vgl. ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου, zieht mich an, Plat. Phaed. 88 d; Sp.; dah. bei Sp. geistig, begreifen, verstehen, was Luc. Soloec. 9 tadelt; mit den Sinnen wahrnehmen, merken, τῆς στερήσεως Plat. Axioch. 370 a. – Bei Plat. bes. ist es oft angreifen, tadeln, τῶν λόγων Hipp. mai. 287 a Rep. I, 336 b; καὶ ἐλέγχειν Gorg. 506 a; dah. geradezu: sich widersetzen, Soph. 251 b. – Bei Theophr. von Pflanzen, sie gehen an, fassen Wurzel.
-
2 αντιλαμβανω
1) тж. med. брать, захватывать, занимать(χωρίον τί τινος Xen.; χώραν, med. χώρας Thuc.; med. τοῦ θρόνου Arph.)
τοῦ ἀσφαλοῦς ἀντιλαβεῖσθαι Thuc. — обеспечить себе безопасность2) получать взамен, обменивать(τί τινος Eur.; πολλέν χάριν καὴ φιλίαν Plut.)
3) med. захватывать, пленять, сильно интересовать(ὅ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Plat.)
4) med. хвататься, ухватываться(τῇ ἀριστερᾷ τοῦ τρίβωνος Plat.; τῶν δορατίων ταῖς χερσί Plut.)
5) med. сдерживать, останавливать(ἵππου τῷ χαλινῷ Xen.)
6) med. ( редко) постигать, познавать(τινός Plat., Luc.)
ἀ. κατὰ τέν ἀκοήν Sext. — воспринимать слухом7) med. браться, приниматься, заниматься(τῶν μεγάλων πραγμάτων Plut.)
τοῦ κοινοῦ τῆς σωτηρίας ἀ. Thuc. — посвящать себя интересам общественного блага;ἀ. τῆς ἐλευθερίας Thuc., Plut. — отстаивать дело свободы;ἀ. τοῦ πολέμου Isocr. — предпринимать войну;ἀ. τοῦ λόγου Plat. — вмешиваться в беседу;τοῦδε πάλιν ἀ., οὗπερ τὸ πρότερον Plat. — возвращаться к ранее сказанному8) med. утверждать со своей стороны, возражать(ἀ. καὴ ἐλέγχειν Plat.)
ἀντιλαβέσθαι παντὴ πρόχειρον, ὡς … Plat. — всякий может возразить, что … -
3 ἀντιλαμβάνω
A receive instead of,χρυσοῦ δώματα πλήρη τᾶς ἥβας ἀ. E.HF 646
(lyr.); mostly without a gen., receive in turn,Thgn.
108;κἂν.. ᾖ σώφρων.. σώφρον' ἀντιλήψεται E.Andr. 741
;ἡδονὴν δόντας.. κακίαν.. ἀ. Th.3.58
; b40; ἀ. ἄλλην [χώραν] seize in return, get instead, Th.1.143;ἀ. ἄλλους τινάς X.Cyr.5.3.12
, cf. 8.7.16;χάριτα AP6.191
([place name] Longus).II mostly in [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass.- είλημμαι Lys.28.15
, Pl.Prm. 130e: c. gen., lay hold of,σαπροῦ πείσματος ἀντελάβου Thgn.1362
;ἄκρου τοῦ στύρακος ἀ. Pl.La. 184a
, cf. Prt. 317d,al.; τῇ ἀριστερᾷ ἀ. τοῦ τρίβωνος ib. 335d; φιλίου χωρίου ἀ. gain or reach it, Th.7.77, cf. Ar.Th. 242: abs.,- όμενος Th.3.22
. b. metaph.c.gen., lay hold of, τῆς σωτηρίας, τῆς ἐλευθερίας, τοῦ ἀσφαλοῦς, Id.2.61,62,3.22; lay claim to,τοῦ θρόνου Ar.Ra. 777
, 787;τοῦ πατρικοῦ μέρους BGU648.10
(ii A.D.).2 help, take part with, assist,οὐκ ἀντιλήψεσθ'; E.Tr. 464
; of persons, ἀ. Ἑλλήρων to take their part, D.S.11.13;ἀ. τῶν ἀσθενούντων Act.Ap.20.35
, etc.: abs., Th.7.70:— also in [voice] Pass., ἀντειλημμένη having received help, BGU1105.21 (Aug.), al.3 take part or share in a thing, take in hand,τῶν πραγμάτων X.Cyr.2.3.6
, D.1.20, etc.;τοῦ πολέμου Isoc.6.101
;τῆς θαλάττης Plb.1.39.14
;τῆς Ἀφροδίτης Alex.219.15
;τῆς παιδείας Pl.R. 534d
; ἀ. τοῦ λόγου seize on the conversation (to the interruption of the rest), ib. 336b: abs.,ἀρχόμενοι πάντες ὀξύτερον ἀ. Th.2.8
, cf. 8.106.4 take hold of for the purpose of finding fault, reprehend, attack, , cf. R. 497d, etc.; τοῦδε ἀντιλαβώμεθα let us attack the question, Id.Tht. 169d; ἀ. ὡς ἀδύνατον.. to object that.., Id.Sph. 251b: abs., Id.Grg. 506a.5 take fast hold of, i.e. captivate,ὁ λόγος ἀντιλαμβάνεταί μου Id.Phd. 88d
, cf. Prm. 130e, Luc.Nigr.19.6 of plants, take hold, Thphr.HP4.1.5; of scions, unite, CP1.6.4.7 grasp with the mind, perceive, apprehend, Pl.Ax. 370a; noted as an obsol, word for συνίημι by Luc.Sol.7:—so of the senses, ἀ. κατὰ τὴν ἀκοήν, ὀσφρήσει, S.E.P.1.50,64, cf. Phot.p.148R., Alex.Aphr.in Top.103.1, al.III in [voice] Med. also, hold back,ἵππου τῷ χαλινῷ X.Eq.10.15
, cf. Arist.MM 1188b6; interrupt, Aud. 802b26.IV [voice] Act. in sense of [voice] Med., Alex.Aphr.Pr.1.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντιλαμβάνω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πρόχειρος — η, ο / πρόχειρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται μπροστά, δίπλα ή κοντά στα χέρια κάποιου, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να πιάσει και να χρησιμοποιήσει (α. «δώσε μου το ψαλίδι, αν το έχεις πρόχειρο» β. «ἔβαλλον λίθοις καί... ἀκοντίοις, ὡς … Dictionary of Greek
παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… … Dictionary of Greek